ἱερατικοί

ἱερατικοί
ἱερᾱτικοί , ἱερατικός
priestly
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Клир — (κλήρος, clerus) причт, духовенство. К. в обширном смысле называется состав духовных лиц, по правилам христианской церкви посвященных на служение в ней, в менее обширном совокупность всех духовных лиц церкви, за исключением архиереев, также… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • CANON — I. CANON Graece Κανὼν, regula, ad quam praeducebantur lineae. Epigrammata dedicatoria, ἀπὸ ταχυγράφων: Καὶ κανόνα γραμμῆς ἰθυπόρου ταμίην: dirigentem videl. stilum ferreum vel plumbum, ut lineae, quibus scriptura instaret, rectitudinem haberent… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη …   Dictionary of Greek

  • ιερατικός — ή, ό (ΑΜ ἱερατικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα ή στην ιερατεία (α. «ιερατική σχολή» β. «ἱερατικὸν στέφανον», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. «ιερατική γραφή» και «ιερατικά» μορφή εξέλιξης τής ιερογλυφικής στην Αίγυπτο μσν. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • Αββακούμειος Σχολή — Ιερατική σχολή του 19ου αι., στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Ιδρύθηκε το 1872 από τον ηγούμενο της μονής Ελεούσης, Αββακούμ, στον οποίο οφείλει και το όνομά της. Οι σκοποί για τους οποίους ιδρύθηκε η σχολή δεν ήταν απλώς και μόνον ιερατικοί… …   Dictionary of Greek

  • Αμερικής, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1922 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την ονομασία Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Η σύσταση και η διοίκησή της καθορίζονται με ιδιαίτερο σύνταγμα, που εκδόθηκε από τη σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης… …   Dictionary of Greek

  • Καλλιγάς, Παύλος — (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1896). Νομικός, πολιτικός και ιστορικός. Σπούδασε στην Τεργέστη, όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του, και αργότερα στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Μαθητής, στο Βερολίνο, του εγελιανού νομικού… …   Dictionary of Greek

  • Κήρυκες — Αρχαιότατο και σημαντικό γένος ιερέων της Αθήνας, στο οποίο ανήκε και ο Ηρώδης ο Αττικός. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες του Παυσανία, γενάρχης ήταν ο Κήρυξ, τον οποίο οι απόγονοί του δεν δέχονταν ως γιο του Εύμολπου, αλλά του Ερμή και της Αγλαύρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”